φαλτσάρω

φαλτσάρω
αμετ.
1) муз. фальшивить; 2) ошибиться, промахнуться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαλτσάρω" в других словарях:

  • φαλτσάρω — φαλτσάρω, φαλτσάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαλτσάρω — Ν 1. κάνω φάλτσο 2. (κατ επέκτ.) πέφτω έξω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsare «παραποιώ, νοθεύω, διαστρεβλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • φαλτσάρω — φαλτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει. 2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν. 3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… …   Dictionary of Greek

  • φαλτσάρισμα — το, Ν [φαλτσάρω] 1. παραφωνία, φάλτσο 2. εκτροπή από την ομαλή πορεία …   Dictionary of Greek

  • φαλτσαριστός — ή, ό, Ν [φαλτσάρω] (κυρίως στο ποδόσφ.) αυτός που γίνεται με φάλτσο …   Dictionary of Greek

  • παραφωνώ — παραφώνησα, κάνω παραφωνία, δεν ταιριάζω φωνητικά, τραγουδώ ή ψέλνω παράφωνα, κάνω φάλτσο, φαλτσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»